Οι ψυχολογικές εκφάνσεις της συνεπιμέλειας των παιδιών

Οι ψυχολογικές εκφάνσεις της συνεπιμέλειας των παιδιών

Eλευθερία Ελβανίδη

Κλινική Ψυχολόγος, Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια

 

Η συνεπιμέλεια των τέκνων έπειτα από διαζύγιο των γονέων έχει αναδείξει πολλές κοινωνιολογικές και ψυχολογικές διαστάσεις, οι οποίες πρέπει να εκτιμηθούν συνολικά όταν σκεφτόμαστε τον βέλτιστο τρόπο για τη μετέπειτα ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. Σε κείμενο της ΕΛΨΕ (Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας) μια σύγχρονη έρευνα (Sand et al., 2017 ) αναδεικνύει τον χωρισμό των γονέων ως παράγοντα υψηλού κινδύνου για την ψυχική υγεία των παιδιών, ειδικά όταν προηγείται ή έπεται μια συγκρουσιακή σχέση.

Οι απόψεις (ακόμη) είναι αμφιλεγόμενες όσον αφορά στο ποιος από τους δύο γονείς μπορεί να είναι περισσότερο απαραίτητος για την επιμέλεια των παιδιών όταν έχει επέλθει διαζύγιο. Οι παράγοντες που επηρεάζουν μια τέτοια απόφαση είναι πολλοί; νομοθετικού και κοινωνιολογικού φάσματος, και σίγουρα δεν είναι μια black or white ψυχολογική συνθήκη. Το κράτος, όπως και πρωτίστως οι ίδιοι οι γονείς πρέπει να σκεφτούν τον πιο ισορροπημένο τρόπο για την μετάβαση των παιδιών σε μια κατάσταση όπου κατοικούν μόνο με τον ένα γονέα και μειώνεται ή απουσιάζει η επαφή με τον δεύτερο. Μια τέτοια αλλαγή στη σύσταση της οικογένειας αναπόφευκτα θα επιφέρει στρες και εσωτερική σύγκρουση στο παιδί και θα το αναγκάσει να προσαρμοστεί ψυχολογικά και γνωστικά με την απόφαση των γονέων του ακόμα και αν αναπτυξιακά δεν είναι ακόμα έτοιμο να την κατανοήσει.

Σε ψυχολογικό επίπεδο οι επιπτώσεις της συνεπιμέλειας στον παιδικό ψυχισμό επηρεάζονται από τον τρόπο και τους λόγους για τους οποίους λαμβάνεται η απόφαση διαζυγίου, με ποια δεδομένα συμβαίνει και ποια είναι η βέλτιστη απόφαση για την ανάπτυξη και ψυχολογική ισορροπία του παιδιού. Στην Ελλάδα, η ανάθεση της επιμέλειας των παιδιών στον έναν γονέα συνήθως ταυτίζεται με την ανάθεσή του στη μητέρα, ιδιαίτερα αν το παιδί είναι μικρότερο των 12 ετών. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επιστημονικές έρευνες που να αποδεικνύουν ότι το παιδί θα λάβει την καλύτερη δυνατή ανατροφή αν μεγαλώνει μόνο με τη μητέρα του. Η διατήρηση και ενίσχυση της σχέσης και με τους δυο γονείς θεωρείται βασικό κριτήριο για μια ισορροπημένη ανάπτυξη (Lamb, 2019) και αναφαίρετο δικαίωμα των παιδιών. Υπάρχουν έρευνες που αναδεικνύουν πως η αποκλειστική επιμέλεια από τον ένα γονέα παιδιών προσχολικής ηλικίας οδηγεί σε συναισθηματικά και συμπεριφορικά προβλήματα σε σύγκριση με τη συνεπιμέλεια. Επίσης πρόσφατες έρευνες μελετούν την ιδιαίτερη συμβολή του πατέρα αλλά και του κάθε γονέα ξεχωριστά στην ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων των παιδιών, όταν συλλειτουργούν και συμμετέχουν ενεργά στην ανατροφή, σε ένα σχετικά μη συγκρουσιακό πλαίσιο (Fernandes, 2019). Η αποκοπή από την πατρική φιγούρα σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ενέχει κινδύνους για μη ολοκληρωμένη ανάπτυξη, εφόσον μειώνονται στο ελάχιστο οι αλληλεπιδράσεις με τον γονέα του άλλου φύλου (ΕΛΨΕ).

Συνολικά, η σύγχρονη μελέτη γύρω από το ζήτημα της συνεπιμέλειας ανατρέπει «το παλαιότερο μοντέλο προσέγγισης/

θεώρησης» της «μητρικής σχέσης με το παιδί, ως κυρίαρχης και μοναδικής» (δηλαδή, τη θεωρία περί «βιοκοινωνικής υπεροχής» της μητέρας στην ανατροφή των παιδιών) και επισημαίνει την απαίτηση για ομαλοποίηση/ εξισορρόπηση των σχέσεων μέσα από σύγχρονες πρακτικές, με την υποστήριξη της νομοθεσίας και τη διαμεσολάβηση των ειδικών (Holstein,

2019). Σύμφωνα με την Ψυχοδυναμική θεωρία, ένας θεμελιώδης μηχανισμός συγκρότησης του ψυχισμού είναι η «εσωτερίκευση» ενός συνεργατικού γονικού μοντέλου (ζεύγους) και η δημιουργία σταθερών εσωτερικών αναπαραστάσεων, μέσω της ταύτισης με τους γονείς, που θέτουν τα όρια των γενεών και διασφαλίζουν την ταυτότητα του παιδιού, ως κοινωνικό υποκείμενο.

Διάφορες έρευνες δείχνουν πως η ασύμμετρη συμμετοχή των γονέων στην καθημερινή ανατροφή του παιδιού ή ο αποκλεισμός του ενός (συνήθως του πατέρα) και, κυρίως, η συγκρουσιακή σχέση που συχνά αναπτύσσεται μεταξύ τους δημιουργεί «ρήγμα» στον ψυχισμό του παιδιού που όχι μόνο φτωχοποιεί σε πολλά επίπεδα (γνωστικό, συναισθηματικό, κοινωνικό) τη λειτουργία του, αλλά, εν δυνάμει, συνιστά, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, ένα σοβαρό τραύμα. Πολλές δεκαετίες πριν, η κλινική ψυχανάλυση ανέδειξε τον ιδιαίτερο, «συμβολικό» ρόλο του πατέρα στην αναγνώριση της γυναικείας ταυτότητας καθώς και τη συμβολή του στην «ψυχικοποίηση» (mentalization), δηλαδή, στο να καταστούν τα παιδιά κοινωνικά υποκείμενα που θα αναπτύξουν τις βασικές αναπαραστάσεις εαυτού καθώς και ικανότητες σύνδεσης με τον άλλον, ώστε στο μέλλον να εκπληρώσουν επαρκώς τον γονικό τους ρόλο (Davies & Eagle, 2013, Κουρκούτας, 2009).

Η καθηγήτρια κλινικής ψυχολογίας Τ. Τσαμπαρλή καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Αιγαίου γράφει “Είναι αναμφισβήτητα επιστημονικά αποδεκτό, ότι η σχέση που αναπτύσσει το παιδί με τον πατέρα είναι εξίσου σημαντική όσο και με τη μητέρα και συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή ψυχοκοινωνική και συναισθηματική του ανάπτυξη.

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε πως πρόκειται για ένα πολυδιάστατο θέμα που εν προκειμένω και με βάση την πρόσφατη νομοθετική εξέλιξη τίθεται υπέρ της συνεπιμέλειας των παιδιών και κοινής ανατροφής τους από τους δύο γονείς. Ωστόσο, κάθε περίπτωση διαζυγίου θα πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα για την καλύτερη και ομαλότερη προσαρμογή του παιδιού στη νέα συνθήκη που το τοποθετεί «ανάμεσα» στους δύο γονείς, ώστε να αποφευχθούν τραυματικές συνέπειες στην ψυχολογία του και να μπορέσει να αφομοιώσει το γονεϊκό δίδυμο όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένα.

b2b.peifasyn.gr