Δυσανεξία στη Λακτόζη

Παπαδάκη Π. Λεμονιά

Παθολόγος, MSc

Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι ένα συνηθισμένο παγκόσμιο πρόβλημα. Υπολογίζεται ότι περίπου 7-20% των ενήλικων υποφέρουν από τα συμπτώματα.

Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν, κοιλιακό άλγος, διάρροια, βορβορυγμούς, μετεωρισμό και αέρια, εμφανίζονται μετά από 30 λεπτά έως 2 ώρες από κατανάλωση τροφών που περιέχουν λακτόζη, κυρίως γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα γενικά.

Οφείλεται στη μειωμένη δραστηριότητα ή στα χαμηλά επίπεδα ενός ενζύμου, της λακτάσης είτε ως αποτέλεσμα βλάβης του εντερικού βλεννογόνου είτε πολύ πιο συχνά σε μειωμένη γενετική έκφραση του ενζύμου, υδρολάση λακτάσης-φλοριζίνης. Πολλές φορές η δυσανεξία δεν είναι μόνο αποτέλεσμα έλλειψης λακτάσης.

Η λακτόζη υδρολύεται από την εντερική λακτάση σε γλυκόζη και γαλακτόζη στο βλεννογόνο του εντέρου. Η λακτόζη που δεν απορροφάται από το λεπτό έντερο διέρχεται γρήγορα στο παχύ έντερο, προκαλώντας την παραπάνω συμπτωματολογία.

Οι αιτίες της δυσαπορρόφησης της λακτόζης μπορούν να διαιρεθούν σε πρωτοπαθή ανεπάρκεια λακτάσης και ανεπάρκεια λακτάσης που προκαλείται από υποκείμενη εντερική νόσο.

Στην πρωτοπαθή έχουμε μειωμένη παραγωγή ή δραστηριότητα  της λακτάσης  (φυλή, έθνος, συγγενής ανεπάρκεια, πρόωρη γέννηση κ.α.).

Τα δευτεροπαθή αίτια δυσαπορρόφησης αφορούν επίκτητους παράγοντες (λοιμώξεις του εντέρου, κοιλιοκάκη, φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου, φάρμακα, ακτινοβολίες κα)

Η διάγνωση, προϋποθέτει τη λήψη ιστορικού, κλινικής εξέτασης, εργαστηριακών απεικονιστικών εξετάσεων και ενδοσκοπικού ελέγχου, όπου κρίνεται απαραίτητο.  Η επιβεβαίωση γίνεται  με δυο απλά τεστ: τεστ δυσαπορρόφησης της λακτόζης και το τεστ αναπνοής.

Στο τεστ δυσαπορρόφησης, χορηγούνται από το στόμα 50 g λακτόζης στους ενήλικες (ή 2 g / kg στα παιδιά) και  παρακολουθούνται τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα στα 0, 60 και 120 λεπτά. Η αύξηση της γλυκόζης αίματος κατά λιγότερο από 20 mg / dL (1,1 mmol / L) συν την ανάπτυξη των συμπτωμάτων είναι διαγνωστική, ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα έχουμε σε ασθενείς με διαβήτη ή βακτηριακή υπερανάπτυξη, με διαταραχές εντερικής κινητικότητας και ακόμα σε καταθλιπτικούς ασθενείς.

Καλύτερο σε ευαισθησία και ειδικότητα είναι το τεστ αναπνοής με μέτρηση του εκνεόμενου Η2 μετά από λήψη λακτόζης. Πραγματοποιείται χορηγώντας λακτόζη και μετρώντας το εκπνεόμενο υδρογόνο για λίγες ώρες. Ψευδώς θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα μπορούν να προκύψουν και με αυτό το τεστ. Σημαντικό ποσοστό ασθενών με συμπτώματα δυσανεξίας στη λακτόζη έχουν φυσιολογικές τιμές στα παραπάνω τεστ.

Για τα βρέφη και τα παιδιά́ που δεν μπορούν να υποβληθούν σε άλλες εξετάσεις μπορεί να γίνει έλεγχος κοπράνων για υδατάνθρακες. Το αποτέλεσμα της εξέτασης επηρεάζεται πολύ́ από́ το είδος της διατροφής και το μικροβίωμα του εντέρου, ενώ η δυσανεξία και σε άλλους υδατάνθρακες μπορεί́ να δώσει το ίδιο αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση ο θεράποντας ιατρός θα αποκλείσει νοσήματα και θα αξιολογήσει τα αποτελέσματα των εξετάσεων, ώστε να έχουμε μια ασφαλή διάγνωση και κυρίως μια αποτελεσματική θεραπεία.

H δυσανεξία στη λακτόζη δεν είναι ασθένεια, η θεραπευτική αντιμετώπιση εστιάζει στην εξάλειψη των συμπτωμάτων, βοηθώντας τον ασθενή να προσαρμοστεί στη σταδιακή αύξηση της πρόσληψης λακτόζης.

Αρχικά, διερευνήστε πόση ποσότητα γαλακτοκομικών μπορείτε να ανεχτείτε χωρίς να παρουσιάζετε ενοχλητικά συμπτώματα. Η ανάγκη για το διαιτητικό περιορισμό της λακτόζης εξατομικεύεται ανάλογα με την ανοχή του κάθε ατόμου.

Ο θεράποντας ιατρός θα σας προτείνει εναλλακτικές πηγές θρεπτικών ουσιών για τη διατήρηση της πρόσληψης ενέργειας και πρωτεϊνών και στην περίπτωση που δεν μπορείτε να καταναλώσετε καθόλου γαλακτοκομικά, συμπληρώματα ασβεστίου. Εναλλακτικές πηγές ασβεστίου αποτελούν τα λαχανικά (μπρόκολο, σπανάκι, μπάμιες, ρεβίθια), ορισμένα θαλασσινά που περιέχουν μαλακά κόκαλα που μπορούν να φαγωθούν (σολομός, σαρδέλα, γαρίδες), ξηροί καρποί (αμύγδαλα, καρύδια) και το μαλακό τυρί σόγιας (Tofu). Επιπλέον υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης ενός εμπορικά διαθέσιμου υποκατάστατου ενζύμου, συμπλήρωμα λακτάσης κατά τη διάρκεια κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων. Το συμπλήρωμα λακτάσης διασπάει τη λακτόζη στα τρόφιμα και συνεπώς μειώνει τις πιθανότητες εμφάνισης συμπτωμάτων.

Το γιαούρτι ζωντανής καλλιέργειας, το οποίο περιέχει ενδογενή βήτα-γαλακτοσιδάση, αποτελεί εναλλακτική πηγή θερμίδων και ασβεστίου και μπορεί να είναι καλά ανεκτό από πολλούς ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη.

Τα επίπεδα της βιταμίνης D των ατόμων με περιορισμένη πρόσληψη γαλακτοκομικών προϊόντων θα πρέπει να παρακολουθούνται και να χορηγούνται συμπληρώματα βιταμίνης D όπου είναι απαραίτητο.

Εν κατακλείδι, πρέπει να αναγνωρίσουμε και να επιβεβαιώσουμε, με τη βοήθεια του θεράποντα ιατρού, ότι τα συμπτώματα οφείλονται στη δυσαπορρόφηση της λακτόζης. Να κατανοήσουμε ότι είναι μια διαταραχή και όχι ασθένεια που με απλές καθημερινές αλλαγές στον τρόπο ζωής και στο διαιτολόγιό μας, θα διαχειριστούμε με επιτυχία τα ενοχλητικά συμπτώματα.

b2b.peifasyn.gr