Ποια είναι η τελευταία φορά που ακούσατε τη φράση «κρυολόγησα, λέω να πάρω μια αντιβίωση να μου περάσει»;
Η εποχή που διανύουμε είναι η κατεξοχήν εποχή των κρυολογημάτων. Όπου και να γυρίσουμε, ακούμε περιστατικά γύρω μας, για λοιμώξεις με συνάχια, πυρετούς, βήχα. Και σε τέτοιες περιπτώσεις, ένα όνομα, σχεδόν σαν πανάκεια, έρχεται πάντα στο μυαλό όλων: Αντιβίωση.
Είναι όμως σωστό αυτό; Πότε πρέπει να χρησιμοποιούμε αντιβίωση;
Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Οι πιο συνήθεις παθογόνοι παράγοντες – που οδηγούν π.χ. σε λοιμώξεις όπως οι εποχιακές που προαναφέραμε – είναι δύο: οι ιοί και τα βακτήρια.
Αυτά τα δύο παθογόνα είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, με ίσως βασικότερη διαφορά ότι τα βακτήρια είναι μικροοργανισμοί (στην καθομιλουμένη, «μικρόβια»), δηλαδή αποτελούνται από κύτταρα και μπορούν να επιβιώσουν από μόνα τους και να πολλαπλασιαστούν, αν διαθέτουν την κατάλληλη τροφή και περιβαλλοντικές συνθήκες. Αντίθετα, οι ιοί δεν είναι τέτοιοι, καθώς δεν μπορούν να επιβιώσουν μόνοι τους. Είναι υποχρεωτικά ενδοκυτταρικά παράσιτα, δηλαδή χρειάζεται να χρησιμοποιήσουν το κύτταρο κάποιου άλλου (μικρο)οργανισμού προκειμένου να πολλαπλασιαστούν.
Τα αντιβιοτικά, τώρα, σαν φάρμακα, στοχεύουν στο κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων. Ως αποτέλεσμα, προφανώς και δεν έχουν καμία απολύτως δράση εναντίον ενός ιού. Οπότε σε όλες τις περιπτώσεις που η λοίμωξή μας οφείλεται στη μόλυνση από κάποιον ιό – και τέτοιες λοιμώξεις είναι η πλειοψηφία των εποχιακών λοιμώξεων, καθώς και το κοινό κρυολόγημα – τα αντιβιοτικά δεν έχουν καμία απολύτως χρησιμότητα.
Τα πράγματα όμως περιπλέκονται ακόμα περισσότερο. Και αυτό εξαιτίας μιας λέξης που δίνει ένα μεγάλο «ατού» στα βακτήρια: Πλασμίδια.
Τα πλασμίδια είναι δομές DNA που περιέχονται σε πολλά βακτήρια και στον κώδικά τους φέρουν πληροφορίες που προσφέρουν στον κάτοχό τους κάποιες επιπλέον ιδιότητες, όπως είναι η αντοχή σε κάποιο αντιβιοτικό. Συνεπώς, ένα βακτήριο που περιέχει π.χ. ένα πλασμίδιο που το καθιστά ανθεκτικό στην πενικιλίνη, δεν θα πάθει απολύτως τίποτα όταν έρθει σε επαφή με αυτήν.
Ας δούμε λοιπόν ένα υποθετικό σενάριο. Έστω ότι αντιμετωπίζουμε μια μόλυνση από έναν βακτηριακό πληθυσμό και τον «βομβαρδίσουμε» με ένα αντιβιοτικό. Βάσει στατιστικής, ο πληθυσμός αυτός είναι πολύ πιθανόν ότι θα περιέχει και κάποια βακτήρια ανθεκτικά στο αντιβιοτικό που χρησιμοποιούμε.
Με την πρώτη κιόλας δόση λοιπόν, θα αρχίσουν να πεθαίνουν τα μέλη του πληθυσμού που δεν είναι ανθεκτικά στο φάρμακο. Αν ολοκληρώσουμε κανονικά την αγωγή, τα όποια ανθεκτικά στελέχη βακτηρίων που θα έχουν μείνει ζωντανά θα είναι ελάχιστα και άρα εύκολοι στόχοι για τα μακροφάγα του οργανισμού μας, που θα ολοκληρώσουν τη «δουλειά» που ξεκινήσαμε εμείς παίρνοντας αντιβιοτικά και θα λήξουν τη μόλυνση μια και καλή. Αν όμως δεν ολοκληρώσουμε την αγωγή με την αντιβίωση, ο πληθυσμός που θα έχει μείνει ζωντανός θα είναι πολύ μεγάλος και όχι πλήρως αντιμετωπίσιμος και μεταξύ των επιζώντων βακτηρίων θα είναι, όπως προαναφέραμε, και ανθεκτικά, τα οποία στη συνέχεια θα πολλαπλασιαστούν. Έτσι οδηγούμαστε σε περισσότερα ανθεκτικά βακτήρια!
Αν επαναλάβουμε το παραπάνω σενάριο και με άλλες δύο διαφορετικές αντιβιώσεις και τις τερματίσουμε εξίσου πρόωρα, μπορούμε να οδηγηθούμε σε βακτήρια τριπλώς ανθεκτικά!
Και όλο αυτό, δυστυχώς, δεν είναι μόνο στη σφαίρα των υποθετικών σεναρίων. Τα πιο επικίνδυνα τέτοια παραδείγματα αναπτύσσονται συχνά μέσα στα περιβάλλοντα των νοσοκομείων, όπου τα αντιβιοτικά είναι πολύ συχνά και τα βακτήρια άφθονα. Έτσι αναπτύσσονται οι γνωστές σε μας ως «ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις», από βακτήρια με πολλαπλές αντοχές σε ποικιλία αντιβιοτικών, εξαιρετικά επικίνδυνες και πολύ δύσκολα αντιμετωπίσιμες.
Ταυτόχρονα με όλα αυτά, στο σώμα μας έχουμε και πληθυσμούς βακτηρίων με τους οποίους συμβιώνουμε καθημερινά και μας είναι απαραίτητοι για τη φυσιολογική μας λειτουργία και επιβίωση. Σημαντικό τέτοιο παράδειγμα είναι τα βακτήρια που ζουν στο γαστρεντερικό μας σύστημα.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, αντιβίωση, πλήγουμε άθελά μας και αυτούς τους πληθυσμούς, επηρεάζοντας και τη σωστή λειτουργία του δικού μας συστήματος ως αποτέλεσμα.
Έστω, όμως, ότι έχω μια λοίμωξη, βακτηριακή, στην οποία τα αντιβιοτικά είναι μια πιθανή επιλογή. Έχω εναλλακτικές;
Πρόσφατη είναι η εμφάνιση διαφόρων «φυτικών φαρμάκων» στην ελληνική αγορά, σκευασμάτων δηλαδή με κουπόνι και έγκριση από ΕΟΦ, για χρήση σε διάφορες περιπτώσεις, όπως η μη επιπλεγμένη κυστίτιδα. Τα φάρμακα αυτά δεν περιέχουν αντιβίωση, έχουν όμως αποτελεσματικότητα συχνά παρόμοια αυτής και προτιμώνται λόγω μειωμένων παρενεργειών.
Βέβαια, εννοείται ότι θα υπάρχουν και περιπτώσεις που τα αντιβιοτικά θα είναι πλέον αναγκαία, και η χρήση τους θα μας απαλλάξει από ένα ιδιαίτερα επίμονο – και ίσως επικίνδυνο – βακτήριο και θα μας γλυτώσει από τον κίνδυνο επιπλοκών. Τέτοιες είναι πνευμονικές λοιμώξεις, που μπορούν να οδηγήσουν σε πνευμονία ή ουρολοιμώξεις προχωρημένες που μπορεί να οδηγήσουν σε πυελονεφρίτιδα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ενδείκνυται μια καλλιέργεια του παθογόνου βακτηρίου, ώστε να εντοπίσουμε τις αντοχές και τις ευαισθησίες του και να λάβουμε μια αντιβιοτική αγωγή κατάλληλη για την εκάστοτε περίσταση.
Συνοψίζοντας, η ανακάλυψη των αντιβιοτικών ουσιών, κάπου 100 χρόνια πριν, ήταν άκρως ριζοσπαστική για την εποχή της και οι αντιβιώσεις έσωσαν εκατομμύρια ζωές τα επόμενα χρόνια. Όπως όμως όλα, έτσι και αυτό το φάρμακο θέλει συνέπεια και ζητάει από μας να γνωρίζουμε πότε και πώς να το χρησιμοποιήσουμε, προκειμένου κι αυτό να μπορεί να συνεχίσει να φροντίζει εμάς.
Τα cookies ανάλυσης μας επιτρέπουν να μετράμε την επισκεψιμότητα και τις πηγές της στην ιστοσελίδα/εφαρμογή μας, με σκοπό τη βελτίωση της απόδοσής της. Όλες οι πληροφορίες που συλλέγουν τα cookies αυτά είναι συγκεντρωτικές και ως εκ τούτου ανώνυμες.
Η ιστοσελίδα/εφαρμογή μας χρησιμοποιεί διαφημιστικά cookies των εταιρειών Google και Facebook. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν από αυτές τις εταιρείες για να δημιουργήσουν ένα προφίλ των ενδιαφερόντων σας, ώστε εμείς να μπορούμε να σας δείξουμε σχετικές διαφημίσεις σε άλλους διαδικτυακούς τόπους, να περιορίσουμε την προβολή διαφημίσεων που δεν ταιριάζουν με τα ενδιαφέροντα σας ή να μετρούμε την αποτελεσματικότητα μιας διαφημιστικής καμπάνιας. Δεν αποθηκεύουν προσωπικά δεδομένα άμεσα, αλλά βασίζονται στη μοναδική αναγνώριση του browser σας και της συσκευής με την οποία συνδέεστε στο διαδίκτυο. Εάν δεν επιτρέψετε αυτά τα cookies, οι διαφημίσεις που θα βλέπετε θα είναι λιγότερο στοχευμένες.
Πρόκειται για cookies αναγκαία για τη λειτουργία της ιστοσελίδας/εφαρμογής και δεν μπορούν να απενεργοποιηθούν. Συνήθως αφορούν σε δικές σας επιλογές, όπως ο ορισμός των προτιμήσεων απορρήτου σας, η εγγραφή σας στον διαδικτυακό τόπο ή η συμπλήρωση εντύπων. Μπορείτε να ρυθμίσετε τον φυλλομετρητή (browser) σας ώστε να μπλοκάρει τα cookies ή να σας ειδοποιεί σχετικά με αυτά, όμως τότε, ορισμένα τμήματα της ιστοσελίδας/εφαρμογής ίσως να μη λειτουργούν. Αυτά τα cookies δεν αποθηκεύουν πληροφορίες που σας ταυτοποιούν.