Ο χειμώνας έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του και η ανησυχία του κόσμου για τα παραπάνω κιλά ολοένα και εντείνεται. Σύμφωνα με έρευνες, κάθε χειμώνα η ζυγαριά μας ανεβαίνει κατά μέσο όρο 2-3 κιλά. Μία έρευνα του Πανεπιστημίου του Exeter εξηγεί το γεγονός αυτό αποδεικνύοντας πως οι άνθρωποι είναι γενετικά προγραμματισμένοι να αυξάνουν την κατανάλωση τροφίμων και ως εκ τούτου να αποθηκεύουν περισσότερο λίπος κατά τους χειμερινούς μήνες. Ωστόσο, πέραν της γενετικής προδιάθεσης, υπάρχουν και άλλες αιτίες που οδηγούν στην αύξηση του βάρους με τις κυριότερες εξ αυτών να είναι οι ακόλουθες:
- Κινούμαστε λιγότερο. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η κίνηση αποτελεί φυσικό αντικαταθλιπτικό. Κατά τους χειμερινούς μήνες, η μικρότερης διάρκειας μέρα και το περισσότερο κρύο οδηγούν σε μειωμένη φυσική δραστηριότητα με αποτέλεσμα οι θερμίδες που καταναλώνουμε να είναι περισσότερες από αυτές που καίμε. Η παραμονή στο σπίτι άλλωστε οδηγεί στατιστικά σε παραπάνω τσιμπολόγημα άρα και μεγαλύτερη πρόσληψη θερμίδων.
- Είμαστε λιγότερο εκτεθειμένοι στον ήλιο. Τον χειμώνα, τόσο η μειωμένη ηλιοφάνεια, όσο και η χειμερινή ένδυση που δεν αφήνει κανένα σημείο του σώματος ακάλυπτο, οδηγούν σε μειωμένη σύνθεση βιταμίνης D. Το 90% της D που χρειαζόμαστε, το λαμβάνουμε από τον ήλιο και μόλις το υπόλοιπο 10% μέσω της τροφής. Η εν λόγω βιταμίνη, εκτός των άλλων ευεργετικών δράσεών της, έχει θετική επίδραση και στη διάθεση, καθώς μειώνει κατά πολύ τα αρνητικά μας συναισθήματα και μας αποτρέπει από το τσιμπολόγημα, που είναι συνήθως προϊόν της κακής μας διάθεσης (συναισθηματικό τρώγειν).
- Σύνδρομο seasonal affective disorder (SAD). Το σύνδρομο αυτό δύναται να εμφανιστεί σε κατά τα άλλα υγιή άτομα, τους χειμερινούς μήνες, προκαλώντας συμπτώματα κατάθλιψης. Η εποχιακή αυτή συναισθηματική διαταραχή οφείλεται στην πτώση της σεροτονίνης που παρατηρείται κατά τους μήνες με μειωμένη ηλιοφάνεια. Η σεροτονίνη επηρεάζει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Είναι υπεύθυνη για την καλή διάθεση, την ηρεμία και τη λογική σκέψη και επηρεάζει την όρεξη για φαγητό, ανάλογα με το αν υπάρχει σε μικρή ή μεγάλη συγκέντρωση στον οργανισμό μας.
- Πεινάμε περισσότερο. Ο οργανισμός μας έχει καταπληκτικά συστήματα ομοιόστασης, δηλαδή μηχανισμούς μέσω των οποίων διατηρεί σταθερές τις συνθήκες στο εσωτερικό του, ανεξάρτητα από τις συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος. Ένας από αυτούς είναι ο μηχανισμός ομοιόστασης της θερμοκρασίας του σώματός μας. Πιο συγκεκριμένα, όταν το σώμα μας εκτίθεται σε χαμηλές θερμοκρασίες, ο μηχανισμός ομοιόστασης ενεργοποιείται και μέσω ειδικών διεργασιών διατηρεί τη θερμοκρασία μας στους 36,6 oC , αυξάνοντας όμως έτσι τις καύσεις που κάνουμε. Οι παραπάνω καύσεις συνεπάγονται περισσότερη όρεξη και ανάγκη για φαγητό, περισσότερη δηλαδή ενέργεια αναπλήρωσης. Στρεφόμαστε εξ ορισμού σε πλούσια ενεργειακά τρόφιμα.
- Είμαστε περισσότερο ντυμένοι τον χειμώνα. Τα παραπάνω ρούχα που φοράμε τον χειμώνα ουσιαστικά αποτελούν ένα πέπλο προστασίας της εικόνας του σώματός μας από τα μάτια των άλλων. Ως εκ τούτου, μειώνεται η εγρήγορσή μας ως προς την ενασχόλησή μας με τα κιλά, μεταθέτοντας όποια προσπάθεια απώλειας βάρους για το καλοκαίρι.
- Πίνουμε λιγότερο νερό. Μπορεί τους καλοκαιρινούς μήνες να αποζητάμε περισσότερο το νερό, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Σε ένα βαθμό η πρόσληψη νερού μειώνει την όρεξη καθώς καταλαμβάνει μέρος του περιεχομένου του στομάχου, άρα διεγείρονται λιγότερο οι νευρώνες που προκαλούν το αίσθημα της πείνας. Η μειωμένη εφίδρωση συνεπάγεται μείωση της κατανάλωσης του νερού και αύξηση της πείνας.
- Πίνουμε περισσότερο για να ζεσταθούμε. Τον χειμώνα λόγω κρύου καταναλώνουμε περισσότερο αλκοόλ έχοντας την αίσθηση ότι θα μας ζεστάνει. Στην πραγματικότητα όμως το αλκοόλ αυξάνει τη ροή αίματος προς το δέρμα και ελαττώνει σημαντικά την εσωτερική θερμοκρασία του σώματος, κάνοντάς μας τελικά να κρυώνουμε. Συνεπώς όχι μόνο ξεγελάμε τον εαυτό μας περιμένοντας ότι θα ζεσταθούμε με το αλκοόλ, αλλά φορτωνόμαστε και επιπλέον θερμίδες προερχόμενες από την αλκοόλη.
- Τρώμε πιο παχυντικά φαγητά. Οι τροφές που καταναλώνουμε τον χειμώνα είναι συνήθως πιο ενεργειακά πυκνές που εξ ορισμού είναι πλούσιες σε σάκχαρα. Οργανικά η κατανάλωση σακχάρων οδηγεί σε αύξηση του σακχάρου στο αίμα, δημιουργώντας μας ένα αίσθημα ευφορίας, επιθυμητό και αναγκαίο τον χειμώνα ώστε να αντισταθμίζονται τα αρνητικά συναισθήματα που χαρακτηρίζουν την εν λόγω εποχή του χρόνου.